- λιμώττω
- λῑμώττω , λιμώσσωto be famishedpres subj act 1st sg (attic)λῑμώττω , λιμώσσωto be famishedpres ind act 1st sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιμώσσω — και λιμώττω (AM λιμώσσω, Α αττ. τ. λιμώττω) [λιμός] βασανίζομαι από μεγάλη πείνα, είμαι πεινασμένος λόγω παντελούς ελλείψεως τροφίμων … Dictionary of Greek
загладиеваю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (λιμώττω) голодаю … Словарь церковнославянского языка
προσεπιλιμώττω — Α είμαι, εκτός των άλλων, και πεινασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπί + λιμώττω «πεινώ»] … Dictionary of Greek
συλλιμώττω — Μ υποφέρω από λιμό, πεθαίνω τής πείνας μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λιμώττω (< λιμός «πείνα»)] … Dictionary of Greek
ՍՈՎԻՄ — (եցայ, եալ.) NBH 2 0729 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c ձ. λιμώττω, σσω fame laboro πεινάω, πεινέω penuria laboro, esurio, homelicus sum. Սովանալ. սովաբեկ լինել. տանջիլ ʼի քաղցոյ. քաղցնուլ յոյժ. նքողիլ. խիստ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)